-
1 οργανον
τό1) орудие, средство, инструмент, прибор, приспособлениеπολεμικὰ ὄργανα Plat. — военное снаряжение;
τὰ ἰατρικὰ ὄργανα Plat. — врачебные инструменты;τὰ ναυτικὰ ὄργανα Plat. — мореходные принадлежности;ὄργανα περὴ γεωργίαν Plat. — земледельческие орудия;ὄργανα χρόνου Plat. — (о небесных светилах) орудия времени;ἁπάντων κακῶν ὄ. Soph. ( об Одиссее) — орудие всяческих преступлений2) музыкальный инструмент(δι΄ ὀργάνων κηλεῖν ἀνθρώπους Plat.)
3) анат. орган(τὰ πορευτικὰ ὄργανα, ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς, τὸ ὄ. τὸ περὴ τέν ἀναπνοήν Arst.)
4) материалὄ. ἐν ὄρεσι Plat. — материал в горах, т.е. лес
5) произведениеλαΐνεα Ἀμφίονος ὄργανα Eur. — каменные творения Амфиона, т.е. стены Фив
-
2 συνεπιστρεφω
1) одновременно поворачивать, вращать(τέν τοῦ ἀτράκτου περιφοράν Plat.; τὰ ὄργανα πρός τινα Plut.)
πρὸς ἓν τέλος συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσιν Plut. — всеми помыслами устремляться к одной цели2) поворачиваться3) обращать внимание, привлекать(τὸν ἀκροατέν πρὸς ἑαυτόν Plut.)
ἥ φωνέ συνεπιστρέφουσα Plut. — возглас, призывающий к вниманию -
3 διασκευαζω
1) приводить в порядок, приготовлять(τὰ ὄργανα πρός τι Polyb.)
2) подготовлять3) наряжать(τινὰ βασιλικῶς Luc.; γυναῖκες πολυτελῶς διεσχευασμέναι Polyb.; ἄνδρες εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι Plut.)
4) снаряжать(ὁπλῖται διεσκευασμένοι Arst.; ἱππεῖς διασκευασάμενοι Plat.)
5) med. снаряжаться(ἐς πλοῦν Thuc.; εἰς μάχην Xen.)
6) обрабатывать, редактировать(τὰς βίβλους Diod.)
7) med. ирон. устраиваться, принимать мерыδ. πρὸς τὰς δικαστάς Xen. — стараться привлечь судей на свою сторону;
διασκευάσασθαι τέν οὐσίαν Dem. — промотать свое состояние -
4 αναγκη
дор. ἀνάγκα ἥ1) необходимость, неизбежностьὑπ΄ ἀνάγκης Hom., Hes., Aesch., Soph., Thuc., ἀνάγκῃ Hom., Soph., Thuc., σὺν ἀνάγκῃ Pind., δι΄ и ἐξ ἀνάγκης Soph., Thuc., Plat., Arst., πρὸς ἀνάγκην Aesch., Arph., Plut., Luc. и κατ΄ ἀνάγκην Xen. — в силу необходимости, поневоле;
κατ΄ ἀνάγκην ἐπιτελεῖν τι Polyb. — выполнить что-л. во что бы то ни стало;εἴπερ ἀ. Hom. — если необходимо;2) предопределение (свыше), судьба, рок(ἀ. δαιμόνων и αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι Eur.)
3) закономерность, закон(τῶν οὐρανίων Xen.)
ἔγγραφοι ἀνάγκαι Plut. — писаные законы4) нужда, потребность(γαστρὸς ἀνάγκαι Aesch.; ἐρωτικαὴ ἀνάγκαι Plat.)
5) мучительный труд, страдание, мучение(πόνοι καὴ ἀνάγκαι Eur.)
ἕρπειν κατ΄ ἀνάγκην Soph. — влачиться с трудом;ὑπ΄ ἀνάγκας βοᾶν Soph. — кричать от боли;ἐν ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι Eur. — в родовых муках6) принуждение, насилиеἀνάγκῃ Hom. — по принуждению;
τὰς ἀνάγκας προσάγειν τινί Thuc. — применять насилие к кому-л.7) (преимущ. pl.) меры принуждения, пыткаἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Her. — быть ведомым на пытку;
τὰ πρὸς τὰς ἀνάγκας ὄργανα Polyb. — орудия пытки8) неодолимая сила доказательства, искусный довод(ῥητόρων ἀνάγκαι Anacr.)
9) кровная близость, родство Xen., Isocr. -
5 επαντλησις
- εως ἥ наливание -
6 χλιαινω
(λῑ и λῐ)(fut. χλιᾰνῶ, aor. ἐχλίᾱνα и ἐχλίηνα) нагревать, согревать (ἑαυτόν Arph.; τὸν ἄρτον Arst.; ὄργανα πυρὸς φλογὴ χλιανθέντα Luc.)
ἐχλιαινόμην ἑστὼς πρὸς τὸν ἥλιον Arph. — я грелся, стоя на солнце;χλαίνεσθαί τινι Anth. — согреваться чем-л.
См. также в других словарях:
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek